ΟΙ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΒΛΑΣΗ ΤΣΟΤΣΩΝΗ

Καὶ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνας καλλιτέχνης. Ἐπινόησε τὴν καμηλοπάρδαλη, τὸν ἐλέφαντα καὶ τὴ γάτα. Καὶ γιὰ ν’ ἀκριβολογοῦμε, δὲν ἔχει σταθερὴ τεχνοτροπία. Δοκιμάζει συνεχῶς καινούργια πράγματα.
P. Picasso, Σκέψεις γιὰ τὴν Τέχνη

Παρακολουθῆστε αὐτὸν τὸν δυνατὸ δημιουργὸ νὰ προσεύχεται, νὰ μπαίνει στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ ζωγραφίσει θεοπρεπεῖς τοιχογραφίες, νὰ σταυροκοπιέται καὶ ν’ ἀνεβαίνει στὰ ἰκριώματα ν’ ἀναμετρηθεῖ μὲ τοὺς θόλους καὶ τοὺς κατοικοῦντας τὸν ναὸ Ἁγίους. Μὲ σεβασμὸ στὴ μητέρα Παράδοση καὶ τοὺς θεόπνευστους ποὺ τὴ γέννησαν καὶ γέμισαν τοὺς τοίχους μὲ τοὺς «Ἀμίλητους», ἁπλώνει τὸ τρεμάμενο χέρι του νὰ πάρει τὴ σκυτάλη καὶ νὰ συνεχίσει τὰ «γραπτά» τους. Μὲ τὰ ὁλάνοιχτα μάτια τῆς ὁραματικῆς τέχνης του καὶ μὲ τὰ ὑπάκουα αὐτιὰ τῆς ψυχῆς του ἀφουγκράζεται τὴ φωνὴ τοῦ Διδασκάλου, ποὺ διατρέχει τοὺς αἰῶνες μέσα ἀπ’ τὶς εἰκονογραφικὲς πινελιὲς τῶν ναῶν καὶ μᾶς καλεῖ στὴν ἄλλη βιοτή, τὴν ἀναστάσιμη, τὴν παραδείσια. Ἀφήνεται νὰ τοῦ ὑπαγορεύσει ἡ Παράδοση κι αὐτὸς ἀνασυνθέτει τ’ ἄκουσμα μὲ τὸν δικό του προσωπικὸ ζωγραφικὸ τρόπο· τὸν τρόπο ποὺ φανερώνει τὴ θεία ἀγάπη ποὺ ἑνώνει τὶς γενεὲς τῶν χριστιανῶν καὶ ἁπλώνει στοὺς ἱεροὺς τοίχους τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἁγίων. Εἶναι μιὰ ἱερὴ ἑνότητα ποὺ τὴ χτίζει τὸ Ἅγιον Φῶς, τὸ ὁποῖο διαχέεται στὴν ἐκκλησιὰ καὶ μυρώνει τὰ πρόσωπα καὶ τὴ φύση· τὸ Φῶς ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει τοὺς Ἁγίους, τὰ σπίτια καὶ τὰ βουνὰ καὶ τὴ χλόη ἀγκαλιασμένα στὴ λιακάδα τοῦ ἀνεσπέρου Φωτὸς καὶ τῆς ἀτελεύτητης Χαρᾶς καὶ Εἰρήνης. Ὁ Βλάσης Τσοτσώνης μᾶς παρουσιάζει τὴν ἑνότητα τοῦ σχεδίου καὶ τοῦ χρώματος μὲ τρόπο ποὺ νὰ τὰ χαιρόμαστε μαζὶ καὶ τὰ δύο χωρὶς νὰ ἐξέχει τὸ ἕνα ἀπέναντι στὸ ἄλλο. Ἡ φωτεινότητα τῶν χρωμάτων συνομιλεῖ ἁρμονικὰ μὲ τὴν ἀβίαστη ροὴ τῆς γραμμῆς. Τὸ μυστηριῶδες βυζαντινὸ σχέδιο, ποὺ μὲ μιὰ κίνηση ἁπλὴ ἀλλὰ ἄκρως δυναμικὴ καὶ δημιουργικὴ διπλώνει τὸν κόσμο τῆς φθορᾶς καὶ πάλι τὸν ἐκπτύσσει ὁλοκαίνουργιο καὶ ἄφθαρτο, συνεργάζεται καὶ συνομιλεῖ μὲ τὴν καθαρότητα τοῦ στίλβοντος βυζαντινοῦ χρώματος, ποὺ φέρει μέσα του βιωμένη τὴν παραδείσια ἀφθαρσία. Ἀλλὰ καὶ ἡ ὅλη χρωματουργία τοῦ εἰκονογράφου μᾶς ἐκφράζει τὴν ἑνότητα τῶν θερμῶν μὲ τὰ ψυχρὰ χρώματα, ποὺ δένονται μεταξύ τους ὡς συμπληρωματικά (θὰ τολμούσαμε νὰ ποῦμε) μὲ θαυμαστὴ ἀλληλεγγύη. Μᾶς δείχνει τὴν ἑνότητα ὡς θαυματουργικὸ ρυθμὸ τῆς συνθέσεως· ρυθμὸ ποὺ δὲν ὑποκύπτει στὸν νόμο τῆς βαρύτητας, ἀλλὰ κατανέμει τὰ εἰκονιζόμενα ὄντα μέσα στὸν χῶρο ὡς ἀλληλοϋποστηριζόμενα ἀπὸ δυναμικοὺς νοητοὺς ἄξονες, οἱ ὁποῖοι συνυφαίνουν ἕνα δεμένο καὶ ἀνάλαφρο σύνολο. Ὁ Παντοκράτορας ἀγκαλιάζει μὲ τὶς ἀκτίνες τοῦ φωτὸς Του τοὺς Προφῆτες ποὺ Τὸν περιβάλλουν μὲ ὑπακοὴ καὶ ἀγάπη. Παράλληλα μὲ τὴν ἁρμονικὴ σχέση σχεδίου καὶ χρώματος βαδίζει καὶ ἡ σχέση μεταξὺ σιλουέτας καὶ περιβάλλοντος χώρου. Κατ’ ἐξοχὴν παράδειγμα, οἱ εὑρηματικοὶ ἄγγελοι τοῦ «Ζωγράφου τῶν Ἀγγέλων». Αὐτὸ τὸ βλέπουμε ἰδιαίτερα στὴν Πλατυτέρα, ποὺ δορυφορεῖται ἀπὸ γαλάζιους ἀγγέλους καὶ κάτω φαίνεται ἡ πόλη σὰν νὰ κοιμᾶται. Τὸ γαλάζιο χρῶμα περιβάλλει τὴν Παναγία σὰν μιὰ πολὺ ἐπιτυχημένη κορνίζα καὶ ἀφετέρου δένει τὴν κινούμενη ὁμάδα μὲ τὸ χρῶμα τοῦ φόντου τῆς τοιχογραφίας. Τὸ περιβάλλον διεισδύει ἀνάμεσα στοὺς ἀγγέλους καὶ τὴ Θεοτόκο καὶ δίνει ὑπέροχη συνοχὴ στὴ σύνθεση, καὶ ὅλη αὐτὴ ἡ σφαίρα φωτὸς ἐμφανίζεται πάνω ἀπ’ τὴν πόλη σὰν νὰ τῆς λέει «Ξυπνῆστε, βγεῖτε στὰ παράθυρα, ἀπογειωθεῖτε!». Συμβάλλει πολὺ στὴν κομψότητα τῆς συνθέσεως καὶ στὴν ὑπέρβαση τῆς βαρύτητας τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἄγγελοι εἶναι ψηλοί, ἡ μέση τους τοποθετεῖται ψηλὰ καὶ μακραίνουν καὶ λεπταίνουν τὰ πόδια, καὶ ἀκόμη συμμετέχουν καὶ τὰ σεραφεὶμ καὶ χερουβείμ, ποὺ σηκώνουν τὴν Πλατυτέρα σὰν νὰ πετάει ὁ ὑπερφυὴς χερουβικὸς θρόνος της. Μὲ δυὸ λόγια, ὁ Τσοτσώνης συλλαμβάνει καὶ παριστάνει ζωγραφικὰ τὴν κτίση καὶ τὸν ἄνθρωπο ὄχι στὴ φθαρτότητα. Δὲν τὸν θέλει ἕναν κατσούφη Θεό. Ὁραματίζεται στὴν τέχνη του τὸν θρίαμβο τῆς κτίσης, ὅταν θὰ χαίρεται τὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ.

π. Σταμάτης Σκλήρης